σιδηροβιομήχανος

σιδηροβιομήχανος
ο хозяин железоделательного завода

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σιδηροβιομήχανος" в других словарях:

  • σιδηροβιομήχανος — ο, Ν αυτός που ασχολείται με τη σιδηροβιομηχανία ή ο ιδιοκτήτης σιδηροβιομηχανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βιομήχανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροβιομήχανος — ο κάτοχος σιδηροβιομηχανίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροβιομηχανία — η, Ν 1. βιομηχανία κατεργασίας σιδήρου και κατασκευής σιδηρών προϊόντων 2. μαζική παραγωγή παρόμοιων προϊόντων 3. βιομηχανική μονάδα, εργοστάσιο στο οποίο γίνεται αυτή η διεργασία 4. η παραγωγή ακατέργαστου σιδήρου από σιδηρούχα μεταλλεύματα, η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»